- καλοδουλεύω
- καλοδούλεψα, καλοδουλεύτηκα, καλοδουλεμένος, δουλεύω καλά, κάνω καλή δουλειά: Τα έπιπλα είναι καλοδουλεμένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοδουλεύω — 1. επεξεργάζομαι κάτι καλά, με επιμέλεια ή με τέχνη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλοδουλεμένος, η, ο ο καλά επεξεργασμένος, ο καλοφτειαγμένος … Dictionary of Greek
μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 … Dictionary of Greek